αλεασθαι

αλεασθαι
    ἀλέασθαι
    эп. inf. к ἀλέομαι См. αλεομαι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αλεασθαι" в других словарях:

  • ἀλεᾶσθαι — ἀλεάζω to be warm fut inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλέασθαι — ἀλέω grind aor inf mid (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέομαι — ἀλέομαι και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α) 1. απομακρύνω, αποφεύγω 2. απόλ. φεύγω για να σώσω τη ζωή μου, διαφεύγω, ξεφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. *ἀλεF ομαι (πρβλ. τον μετοχικό τ. τού Ησιόδου ἀλευόμενοι, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. ἀλεύασθαι …   Dictionary of Greek

  • επαυρώ — ἐπαυρῶ, έω και ἐπαυρίσκω (Α) 1. μετέχω, παίρνω μέρος, απολαμβάνω, καρπώνομαι («τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν», Ομ. Οδ.) 2. βρίσκω κατά καλή τύχη («εἰ κ ἐσθλοῑο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αγγίζω, φθάνω ως («λίθου δ ἀλέασθαι… …   Dictionary of Greek

  • θεόθεν — (AM θεόθεν) επίρρ. από τον θεό («θεόθεν δ οὐκ ἔστ ἀλέασθαι», Ομ. Οδ.) αρχ. με τη θέληση, με τη βοήθεια ή με την εύνοια τών θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεός + κατάλ. θεν, δηλωτική της προελεύσεως ή από τόπου κινήσεως] …   Dictionary of Greek

  • σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»